μεταμοντερνιστικός

μεταμοντερνιστικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μεταμοντερνισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεταμοντέρνος — α, ο 1. (για πρόσ.) αυτός που ασπάζεται τις απόψεις του μεταμοντερνισμού 2. (για πράγμ.) μεταμοντερνιστικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”